- υπερσιβηρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που διασχίζει τη Σιβηρία2. το αρσ. ως ουσ. ο υπερσιβηρικόςο υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος3. φρ. «υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος» — μεγάλη σιδηροδρομική γραμμή στην πρώην Σοβιετική Ένωση, η οποία συνδέει την Ευρωπαϊκή Ρωσία με τις ακτές τού Ειρηνικού διασχίζοντας τη Σιβηρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + σιβηρικός (< Σιβηρία)].
Dictionary of Greek. 2013.